- κουκκοσάλι
- το хлопья снега
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουκοσάλι — το (Μ κουκκοσάλι) νεοελλ. χοντρές νιφάδες χιονιού μσν. χοντρό χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκί + σάλος] … Dictionary of Greek